RSS

Daily Archives: April 4, 2024

Various – Lonely is an Eyesore

Το μυστικό όταν βάζω να ακούσω έναν δίσκο το βράδυ, βρίσκεται στα αρωματικά στικάκια που θα ανάψω.

Καταλαβαίνω πως θα περίμενε κανείς να είναι κάποιο άλλο το συμπλήρωμα της ακρόασης κάποιων από αυτούς τους δίσκους, αλλά είναι αρωματική ομίχλη από τα στικάκια.

Είχα πολλά χρόνια να ακούσω το “Lonely is an Eyesore” κι έτσι είπα πως αυτός ο δίσκος θα είχε απόψε την τιμητική του.

Σε τούτη την συλλογή, την οποία κυκλοφόρησε η 4AD το 1987, ο ιδιοκτήτης της, Ivo Watts-Russell, ήθελε να δώσει στον κόσμο μια ιδέα του ήχου που είχαν οι καλλιτέχνες της δισκογραφικής του εταιρίας.

Πήρα τον δίσκο στα χέρια μου και διάβασα το αυτοκόλλητο που συνήθιζε να βάζει εκείνη την εποχή στους δίσκους της η Ελληνική Virgin: «Έπειτα από 8 χρόνια αμείωτης καλλιτεχνικής δραστηριότητας, η μοναδική πραγματικά ανεξάρτητη εταιρία  4AD, αποφάσισε να κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ συλλογή με την αφρόκρεμα των ονομάτων της. Το “Lonely  s An Eyesore” (χωρίς “I” το is) αποτελείται από 8 περίφημα τραγούδια που ηχογράφησαν ειδικά γι αυτή την συλλογή οι…» και τα ονόματα των καλλιτεχνών.

Στο μεταξύ, σε κάποια άλλη διάσταση όπου δεν υπήρχαν λάθη στις δύο γραμμές που αναφερόταν ο τίτλος του δίσκου,  το άλμπουμ αυτό είχε στο εξώφυλλο  μια υπέροχη δημιουργία της 23 Envelope, όπως ονομαζόταν η συνεργασία του γραφίστα Vaughan Oliver και του φωτογράφου και κινηματογραφιστή Nigel Grierson. Ήταν πακεταρισμένη, σε περιορισμένη έκδοση μόνο για 100 αντίγραφα, μέσα σε ένα ξύλινο κουτί, το οποίο το αγοράζανε σε δημοπρασίες, διάφορα μουσεία τέχνης, για αρκετές χιλιάδες δολάρια. Συμπεριλαμβάνεται ένα βιβλίο με πληροφορίες και άρθρα που αφορούν τον κάθε καλλιτέχνη αλλά και μια κασέτα VHS με καλλιτεχνικά βίντεο για το κάθε τραγούδι, φτιαγμένο από την 23 Envelope.

Από τα 100 αυτά κουτιά, μόνο τα 30 βγήκαν προς πώληση, ενώ το άλμπουμ κυκλοφόρησε ακόμα σε LP σε CD, και σε κασέτα.

Υπάρχει κάτι στον ήχο της 4AD που σε έκανε να νιώθεις ένα δέος για την ατμόσφαιρα που μοιάζει με αυτήν που έχει μια στοιχειωμένη έπαυλη.

Την παραγωγή ανέλαβε ο John Fryer o οποίος δούλευε στα Blackwing Studios του νοτιο-ανατολικού Λονδίνου. Το στούντιο συνεργαζόταν κυρίως με την Mute Records και ο Fryer δούλεψε στο Speak & Spell, το πρώτο άλμπουμ των Depeche Mode. Ακολούθησε το ντεμπούτο του Fad Gadget, και άλλα τρία του ίδιου καλλιτέχνη: Fireside Favourites, Incontinent και Under the Flag.

Στα Blackwing Studios ήταν που δούλεψε και το άλμπουμ Garlands των Cocteau Twins ως ηχολήπτης.

Η δουλειά του με τους Cocteau Twins, βοήθησε την μπάντα να δημιουργήσει τον αιθέριο και ambient ήχο που τους χαρακτήρισε και έκανε τον Watts-Russell να στρατολογήσει τον Fryer ως συνεργάτη του στην μουσική κολεκτίβα των This Mortal Coil.

Το project είχε ξεκινήσει ως εξής: Οι Modern English ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα που υπέγραψαν με την 4AD και το 1983, έκλειναν τις εμφανίσεις τους με μια μίξη των τραγουδιών “Sixteen Days” και “Gathering Dust” (αν θυμάμαι καλά, από εκεί πήραν το όνομά τους οι Έλληνες Sixteen Days). Ο Watts-Russell τους πρότεινε να τα ξαναηχογραφήσουν ενωμένα, ως medley (έτσι λέγεται αυτό). Το συγκρότημα όμως απέρριψε την ιδέα και ο Watts-Russell αποφάσισε να συγκεντρώσει μια ομάδα μουσικών για να το ηχογραφήσουν ως medley. Πήρε την Elizabeth Fraser και τον Robin Guthrie από τους Cocteau Twins, την Cindy Sharp των Cindytalk και κάποια από τα μέλη των Modern English. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σιγκλάκι που από την μια μεριά είχε το “Sixteen Days (Reprise)” ενώ από την άλλη είχε μια διασκευή του “Song to the Siren” του Tim Buckley, το οποίο ερμήνευσε η Fraser με τον Guthrie στην κιθάρα.

Το τραγούδι έφτασε μέχρι την 66η θέση των Βρετανικών τσαρτ και έμεινε εκεί για 2 χρόνια αναγκάζοντας τον Watts-Russell να συνεχίσει την ηχογράφηση ώστε να ολοκληρωθεί ένα πλήρες άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1984 με γενικό τίτλο “It’ll End In Tears” με το όνομα This Mortal Coil.

Watts-Russell  και John Fryer παρέμειναν τα μόνιμα μέλη, ενώ συνεργάστηκαν με μια μεγάλη γκάμα μουσικών που οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μέλη από μπάντες της 4AD.

Το Lonely Is an Eyesore κυκλοφόρησε το 1987 και ξεκινά με τους Colourbox και το τραγούδι “Hot Doggie”.

Το συγκρότημα αυτό ήταν δημιούργημα των αδερφών Martyn και Steven Young και αυτό το τραγούδι τους έχει χορευτικά τύμπανα και σκληρή ροκ κιθάρα, ενώ για φωνητικά έχουν χρησιμοποιήσει την προηγμένη για εκείνη την εποχή των samples από ατάκες που πήραν από τις ακόλουθες ταινίες:

2000 MANIACS: “Let’s hear some music!”, “We’ve got us some good’uns”, “Well hot doggie!”,”This is our celebration”,”Don’t move now, we’re going to start”

LIFEFORCE: “Be with me”,”Here I go.” Close your eyes, I love you”

THE LAST STARFIGHTER: “Soon the frontier will be down”,”Bow to their new emperor!”

STAR TREK:  “Alright … Scotty, there has to be”

SUPERGIRL: “Now you’re going to die”

EVIL DEAD: “You will die, lover boy”,”One by one [ήχος αλυσοπρίονου]”

Την ίδια χρονιά, ο Ivo Watts-Russel ένωσε τους Colourbox με το alternative rock συγκρότημα A.R. Kane δημιουργώντας τους M|A|R|R|S για να κυκλοφορήσουν  το ένα και μοναδικό σιγκλάκι τους “Pump Up the Volume” που έγινε νούμερο 1 σε πολλές χώρες.

Είναι μια ενδιαφέρουσα αρχή για τον ανυποψίαστο ακροατή, η συνέχεια όμως ανήκει στους This Mortal Coil και στο στοιχειωμένο “Acid, Bitter, and Sad“.

Αν κάτι έβγαλε η δεκαετία του ’80 ήταν πολύ ιδιαίτερες συλλογές και η “Lonely is an Eyesore” είναι μία από αυτές, γιατί η εναλλαγή στα στυλ είναι απρόσμενη, σαν να περνάς μέσα από διαφορετικά δωμάτια.

Οι This Mortal Coil πήραν το όνομα τους από το σκέτς “Dead Parrot” που είχαν οι Monty Python στην τηλεοπτική εκπομπή τους Monty Python’s Flying Circus. Κι αυτοί με την σειρά τους το είχαν δανειστεί από τον Άμλετ του Σαίξπηρ, από τον στίχο “… what dreams may come, when we have shuffled off this mortal coil...”

Για να επιστρέψω και στην συλλογή όμως, το “Acid, Bitter, and Sad” έχει τρία μέρη, όπως και ο τίτλος του. Ξεκινά με καμπανάκια (chimes) και ένα ελαφρύ πλατσούρισμα νερού. Ένας ηλεκτρονικός ρυθμός μπαίνει για λίγο και φεύγει, προτού μια χορωδία φαντασμάτων πάρει τον ακροατή για να τον οδηγήσει σε ένα εκκλησιαστικό όργανο με το οποίο εξηγούνται όλα: φωνές (από την Alison Limerick που το 1990 θα έκανε την μεγάλη χορευτική επιτυχία “Where Love Lives (Come On In)“) που τραγουδούν παραμορφωμένες, με έναν απλό ρυθμό να συνοδεύει και ύστερα το τραγούδι εξελίσσεται σε ένα απειλητικό βάλς, που στριφογυρνά στα ηχεία, καθώς το συναίσθημα αλλάζει από πικρό οξύ σε λυπηρό και σταματά με τα καμπανάκια να μας οδηγούν προς την έξοδο.

Δεν υπάρχουν ρεφρέν, παρά μόνο μια μουσική δομή που συρράπτεται. Δεν εξελίσσεται σαν να υπάρχει μια φυσική συνέχεια.

Αυτό το τραγούδι μου θύμισε πως η μουσική της δεκαετία του ’80 ήταν μια ελεγεία για την μοναξιά, μια εξύμνηση της απομόνωσης, μια αναφορά στην τραγικότητα της εφηβικής και μετ εφηβικής αποξένωσης και αυτό είναι κάτι που δεν μπορούν να το καταλάβουν όσοι σήμερα ζηλεύουν τα ‘80ς.

Αυτή την σκέψη μου έρχονται να επιβεβαιώσουν οι πρώτοι στίχοι του επόμενου τραγουδιού:

«Δεν θα έλεγα ότι βρήκα αυτό που έψαχνα / Δεν θα έλεγα πως δεσμεύτηκα από αυτό απ το οποίο κρύβομαι …

Βλέπω τον άνθρωπο που θέλω να γίνω / το όνομά του είναι αγνότητα

Περπατάει ελεύθερος»

Είναι το “Cut the Tree” των The Wolfgang Press που δημιούργησαν το 1983 τα πρώην μέλη των Rema-Rema και των Mass, Michael Allen και Mark Cox με τον κιθαρίστα Andrew Gray.

Το εξπρεσιονιστικό βίντεο του τραγουδιού υπάρχει ευτυχώς στο γιουτούμπ, ανεβασμένο από την εταιρία, οπότε παίρνεις μια ιδέα του τι δουλειά είχε γίνει για τα βίντεο της βιντεοκασέτας, όσο το συγκρότημα παράγει μια ψυχρή ατμόσφαιρα.

Ένα drum machine, ένα μπάσσο που κυριαρχεί και μια κιθάρα ντύνουν την γυμνή φωνή ενώ μια διακριτική «πλάτη» από πλήκτρα στηρίζει όλο το οικοδόμημα.

Στην μέση του τραγουδιού υπάρχει ένα ξέσπασμα, ένα κρεσέντο, στο οποίο οι ταχύτητες αλλάζουν και όταν επανέλθει το κουπλέ, μοιάζει σαν να έχει κρυώσει το δωμάτιο τόσο ώστε να μπορείς να δεις τα χνώτα σου.

Πέντε δίσκους αργότερα, το 1994, οι The Wolfgang Press έπαψαν να υπάρχουν.

Η συλλογή πάντως πήρε τον τίτλο της από τους στίχους του τραγουδιού “Fish” των Βοστονέζων Throwing Muses.  Εδώ οι κοπέλες ήταν ακόμα φρέσκες και νέες εκείνη την εποχή, και μόλις είχαν υπογράψει με την 4AD. Σχηματίστηκαν από τις ετεροθαλείς αδερφές Kirstin Hersh και Tanya Donelly (οι οποία αποχώρησε και σχημάτισε με την μπασσίστρια των Pixies, Kim Deal, τους The Breeders).

Την πλευρά κλείνει το “Frontier” των Dead Can Dance, μια demo εκτέλεση του τραγουδιού το οποίο είχαν συμπεριλάβει στο πρώτο τους άλμπουμ, με την Lisa Gerrard να έχει ηχογραφήσει επιτόπου τα φωνητικά που δεν έχουν λέξεις.

Ακόμα, όπως παραδοσιακά έκαναν τότε, τα όργανα του τραγουδιού είναι μεταλλικά κρουστά που περιείχαν νερό…

Τούμπα ο δίσκος και αλλαγή σκηνικού, με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συγκροτήματα της εταιρίας, το Σκωτσέζικο τρίο των Cocteau Twins, τους οποίους η συλλογή τους βρίσκει εδώ ανάμεσα στην κυκλοφορία του τέταρτου άλμπουμ τους “Victorialand” και του “Blue Bell Knoll”.

Το “Crushed” μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα ενός μικρού κοριτσιού που παίζει και χορεύει ευτυχισμένο μέσα σε ένα λιβάδι, περιτριγυρισμένο από λουλούδια.  Όπως πάντα, ο ήχος τους πλέει μέσα σε ατελείωτα βάθη (reverbs) ενώ θα πρέπει να αποκρυπτογραφήσεις τους στίχους της Liz Fraser (λέγεται πως είχε αρχίσει να γράφει δυσνόητα, μετά από κάποια κακή κριτική που δέχτηκε για τους στίχους του πρώτου άλμπουμ τους).

Γεγονός είναι φυσικά πως στο ονειρικό σκηνικό που έστηναν εκτός του ότι η Frazer είχε φωνάρα, ήταν μια πανέξυπνη τραγουδίστρια που γεννούσε συνεχώς μελωδίες, πράγμα αρκετά δύσκολο.

Και το ίδιο κάνουν και ο ι κιθαρίστες Dave και Alan Curtis των Λονδρέζων Dif Juz (λογοπαίγνιο του different jazz) που ακολουθούν, με το τραγούδι “No Motion”.  Πρόκειται για ένα instrumental κουαρτέτο, του οποίου οι κιθάρες γεννάνε συνέχεια μελωδίες με τα τραγούδια τους να εξελίσσονται ανάλογα με αυτές.

Μα πως το είχα ξεχάσει τόσα χρόνια αυτό το συγκρότημα? Θα πρέπει να ψάξω να βρω δουλειές τους…

Είχαν δημιουργηθεί το 1981 και μάλιστα ο Alan Curtis έπαιζε στους Duran Duran, αλλά το έβαλε στα πόδια μόλις το συγκρότημα αποφάσισε να πάρει για μάνατζερ τους ιδιοκτήτες ενός κλαμπ στο Birmingham. Κατέβηκε λοιπόν στο Λονδίνο και άρχισε να παίζει με τον αδερφό του, τον ντράμμερ Richard Thomas και τον μπασσίστα Gary Bromley με σκοπό να κάνουν κάτι πρωτότυπο.

Βγάλανε δύο EP και ένα άλμπουμ, σαπορτάρανε τους Cocteau Twins και τους Wolfgang Press στις συναυλίες τους, συμμετείχαν στο “Filigree & Shadow” των This Mortal Coil ενώ ο Thomas έπαιξε τύμπανα και σαξόφωνο στο άλμπουμ “The Moon And The Melodies” όπου οι Cocteau Twins συνεργάζονται με τον Harold Budd και τελικά έγινε και ο sideman, ο ντράμμερ για τις περιοδείες των The Jesus And Mary Chain.

Τον Ronny Moorings, τον εγκέφαλο της μπάντας που ακολουθεί, τον είχα καλεσμένο στην εκπομπή μου όπου μιλήσαμε για τους Clan of Xymox.

Το “Muscoviet Mosquito”  είναι ένα χορευτικό αλλά και ταυτόχρονα σκοτεινό τραγούδι, ειδικά γραμμένο για αυτή την συλλογή. Έχει ακόμα την ατμόσφαιρα του άλμπουμ “Medusa” που είχαν κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά στην 4AD και όταν τον ρώτησα πως του φάνηκε εμπειρία της συνεργασίας με την 4AD, μου απάντησε:

«Ήταν πολύ ευχάριστη. Ο Ivo είχε προσκαλέσει εμένα και την Anke (Wolbert ) στο σπίτι του, και μας φιλοξένησε μαζί με την τότε φίλη του, ώστε να γνωριστούμε καλύτερα, γιατί ήθελε να γνωρίζει προσωπικά τον καλλιτέχνη προτού τον υπογράψει στην εταιρία. Τα βρήκαμε μια χαρά μεταξύ μας και μετά από έξι μήνες ηχογραφούσαμε στην Σκωτία το πρώτο μας άλμπουμ».

Το “The Protagonist” των Dead Can Dance, έρχεται να φέρει την ισορροπία σε αυτή την δεύτερη πλευρά, σκοτεινό και επιβλητικό, ταιριαστό στα άλμπουμ “Within The Realm Of A Dying Sun” και “The Serpent’s Egg” τα οποία κυκλοφόρησαν εκείνες τις χρονιές.

Ο Ivo πούλησε το μερίδιο του το 1999 στον πρόεδρο της  Beggars Banquet και έφυγε από την μουσική βιομηχανία. Οι καλλιτέχνες όμως που άφησε πίσω του συνεχίζουν, όπως οι Dead Can Dance, μαζί ή χωριστά, σε προσωπικά άλμπουμ ή μουσικές για ταινίες, η Liz Fraser ακόμα και με τους Massive Attack ή τον Craig Armstrong, χώρια από απο τον Simon Raymonde και τον Robin Guthrie που έφτιαξαν την δισκογραφική εταιρία Bella Union ή οι Clan of Xymox που κυκλοφόρησαν το 16ο τους άλμπουμ.

Σίγουρα μαζί με την Factory Records, ήταν οι δύο ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες που επηρέασαν την μουσική στα χρόνια που ακολούθησαν, όσο καμία άλλη…

 
Leave a comment

Posted by on April 4, 2024 in Uncategorized

 

Tags: , , ,